- ρευστοποιήσιμος
- -η, -ο, Ν [ρευστοποίηση]1. (οικον.) αυτός που μπορεί να ρευστοποιηθεί2. φρ. α) «ρευστοποιήσιμο ενεργητικό»(οικον.) το σύνολο τών στοιχείων τού κυκλοφοριακού ενεργητικού, που ο μετασχηματισμός του σε χρήμα αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια έτουςβ) «ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία»(οικον.) κάθε αξία που μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ρευστό χρήμα.
Dictionary of Greek. 2013.